- ἰνύεται
- ἰνύεται (ἰνν- cod.)· κλαίει, ὀδύρεται, Hsch.:—also [full] ἰνύεσθαι· κοσμεῖν, ἱδρύνεσθαι, and [full] ἰνύρετο· ἐμύρετο, Id. [full] ἴνυξ,= ἴυγξ, Id. [full] ἰνφορβίειν, [full] ἰνφορβισμός,A v. ἐμφ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.